- ομάλυνση
- η [ομαλύνω]το να αποκτά κάτι ομαλότητα, εξάλειψη τών ανωμαλιών, εξομάλυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομάλυνση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ομαλύνω, εξομάλυνση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδέρωμα — το, Ν [σιδερώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιδερώνω, η ομάλυνση και στίλβωση υφασμάτινων και δερμάτινων επιφανειών ύστερα από πίεση με θερμό σίδερο 2. η προσαρμογή σιδερένιων εξαρτημάτων σε ξύλινες πόρτες ή παράθυρα 3. βοτ. αρρώστια τών … Dictionary of Greek